- έμβολο
- το1. καθετί που μπορεί να μπει μέσα σε άλλο πράγμα, πάσσαλος, σφήνα.2. εμβολέας (βλ. λ.), έμβολο πυροβόλου.3. (για πολεμικά πλοία), η αιχμηρή προεξοχή της πλώρης για το τρύπημα του εχθρικού πλοίου.4. (μηχ.), κυλινδρικό στοιχείο μηχανής ή αντλίας ή σύριγγας, το οποίο κινείται παλινδρομικά μέσα σε κύλινδρο, το πιστόνι.5. αντηρίδα (βλ. λ.).6. απόκρημνη προεξοχή βουνού στην πλαγιά ή τους πρόποδές του.7. γλωσσοειδής προεξοχή ξύλου ή μετάλλου, που μπαίνει σε αντίστοιχη τρύπα και κάνει στερεότερη τη σύνδεση των δύο κομματιών, δόντι, οδόντωμα.8. σύνολο κλωσμάτων που είναι στριμμένα μαζί, για να αποτελέσουν σκοινί, το έμπουλο.9. εργαλείο των μελισσοκόμων.10. (ιατρ.), θρόμβος αίματος που σφηνώνεται στο αυλάκι αιμοφόρου αγγείου και προκαλεί την εμβολή (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.